Στην Ελληνική γλώσσα η λέξη ‘’Ντούσκουρι’’ δεν υφίσταται,
καθώς ούτε και σε κάποια άλλη βαλκάνια γλώσσα, εκτός της νεοαλβανικής γλώσσας
που υπάρχει η λέξη ‘’dashuri’’ (ντασουρί), όπου εννοεί την αγάπη και μπορεί κάπως
φωνητικά, να ταιριάξει με αυτήν την λέξη. Όμως, η ιστορία δεν κατέγραψε καμία
αποίκιση Αρβανιτών στα Μέγαρα. Καθώς τα Μέγαρα παρέμειναν πάντοτε η μοναδική πόλις της Αττικής,
με Έλληνες γηγενείς κατοίκους.
Ως ακολούθως, πιο λογικό θα είναι να υποθέσουμε ότι η
λέξη Ντούσκουρι, είναι η παραφορά της αρχαίας Ελληνικής ονομασίας των διδύμων, όπου
δηλώνει τους γιούς του Δία: Διός + κούροι(γιοί)
= Διόσκουροι.
Μετά τον 11ον π.Χ. αιώνα οι Διόσκουροι ήταν οι κατεξοχήν Δωριείς
ήρωες -θεοί, που εμφανίζονται πολλές φορές να αντιμάχονται τον Θησέα, τον προπάντων
ήρωα των Ιώνων.
Οι Διόσκουροι επίσης είναι εκείνοι που ταυτίζονται με την
ονομασία του αστερισμού των Διδύμων. Το όνομα μάλιστα το φέρει η παράδοση από
τα βάθη της αρχαιότητας, καθώς αυτό δεν μπορεί να αποδοθεί σε κάποιο αστρονόμο
ή συγγραφέα της αρχαιότητας. Όπως και βέβαια αυτό σημειώθηκε στην αρχαιότητα από
τον Πτολεμαίο και είναι ένας από τους 88 επίσημους αστερισμούς που θέσπισε η
Διεθνής Αστρονομική Ένωση. Για τους Αρχαίους Έλληνες και
φυσικά τους Ρωμαίους ήταν οι Διόσκουροι: οι δίδυμοι γιοι του Διός και της
Λήδας, που μεταφέρθηκαν στον ουρανό από τον πατέρα τους Δία σε ανταμοιβή της
αδελφικής αγάπης που επέδειξαν επί της γης.
Εάν βάλουμε λοιπόν, σε μία σειρά τις αρχαίες παραδόσεις
θα διαπιστώσουμε πως οι μύθοι κρατούν τα κλειδιά για να ρίξουμε αχτίδες φωτός στα
βάθη της ιστορίας.
Αρχικώς (Μυκηναϊκή εποχή) στη θέση λατρείας των Διδύμων
(Διόσκουρων), προϋπήρξε στη Θήβα και πιθανών σε όλη την ευρύτερη περιοχή, λατρεία για τους δίδυμους
γιούς της Αντιόπης, τον Αμφίονα και τον Ζήθο. Τα δίδυμα αυτά όπως αναφέρει ο
μύθος, γεννήθηκαν μέσα σε σπηλιά κοντά στις Ελεύθερες, κάτω
από δραματικές και περιπετειώδεις συνθήκες. Η Αντιόπη που καταδιωκόταν από τον πατέρα της,
Νυκτέα, επειδή είχε μείνει έγκυος από τον Δία, βρήκε καταφύγιο στην Σικυώνα. Εκεί την συνέλαβε ο θείος της Λύκος μετά από
όρκο που είχε δώσει στον πατέρα της πριν τον θάνατο του τελευταίου, και την
πήγαινε προς την Θήβα. Στον δρόμο, λίγο πριν αφήσουν τα εδαφικά όρια της Μεγαρίδας
χώρας, την έπιασαν οι πόνοι του τοκετού και οι συνοδοί της αναγκάσθηκαν να την
αφήσουν να γεννήσει σε μια σπηλιά τους δίδυμους, Αμφίονα και Ζήθο. Ο Λύκος πείρε
την Αντιόπη και εγκατέλειψε μόνα τα νεογέννητα στο φαράγγι του Κιθαιρώνα(1). Τα παιδιά ανατράφηκαν από κάποιο βοσκό και
μεγάλωσαν χωρίς να μάθουν τις συνθήκες υπό τις οποίες γεννήθηκαν. Κάποτε η
Αντιόπη κατάφερε να δραπετεύσει και να τα βρει, αλλά εκείνα δεν ήθελαν να την
αναγνωρίσουν ως μητέρα τους και την κράτησαν μάλιστα αιχμάλωτη σε καλύβα. Μόνο
με τη βοήθεια του Δία μπόρεσαν να την αναγνωρίσουν, οπότε μετά τιμώρησαν σκληρά
τους διώκτες της, τον Λύκο και τη σύζυγό του Δίρκη, και εγκαταστάθηκαν με
τη μητέρα τους στη Θήβα, όπου έγιναν θρυλικοί ήρωες της Βοιωτίας.
Πριν τους Δωριείς κυριαρχούσαν στην Νότια Ελλάδα οι
Μυκηναίοι, και βέβαια στη Μεγαρική περιοχή, ενώ πριν από τους Μυκηναίους υπήρξαν
οι Κρήτες. Και, καθώς είδαμε στο αμέσως προηγούμενο άρθρο, οι Κρήτες είχαν αναπτύξει
για τη διοικητική οργάνωση του χρόνου, ιδιαίτερα για τις καλλιεργητικές
υποχρεώσεις τους: Ένα διοικητικό ηλιακό ημερολόγιο και ένα σεληνιακό μηνολόγιο. Αυτό
το ‘’ημερολόγιο’’, όπως αναφέρει ο Μηχανικός – ερευνητής κ. Νίκος Λεβεντάκης,
είχε σε διάφορα υψώματα ηλιακά και σεληνιακά παρατηρητήρια. Έτσι, είναι πολύ πιθανών, το πανάρχαιο κυκλικό κτίσμα στο ύψωμα του ‘’Ντούσκουρι τον Βράχο’’ να
ήταν αρχικώς ένα ηλιακό παρατηρητήριο ή σεληνιακό, είτε και τα δυό μαζί να
αποτελούσαν Αστεροσκοπείο(2). Όπου
αργότερα με την επικράτεια της Μυκηναϊκής περιόδου να διαμορφώθηκε σε τόπο
λατρείας των διδύμων της Αντιόπης(3) και στα χρόνια των Δωριέων σε χώρο
λατρείας των Διόσκουρων. Τούτο βέβαια μόνο οι ιστορικοί και οι αρχαιολόγοι μπορούν να μας το βεβαιώσουν κάνοντας επίτόπιες έρευνες. Όπου και δυστυχώς αυτό το αριστουργηματικό κυκλικό μυκηναϊκό κτίσμα ακόμα δεν το έχουν επισκευτεί! Παρά μόνο οι αρχαιοκάπηλοι... καταστρέφοντας την πανάρχαια Ελληνική ιστορία!
ΤΕΛΟΣ
Σημειώσεις:
(1) Σε όλους τους αρχαίους χρόνους το όρος Πατέρας, δεν
ήταν ένα ξεχωριστό βουνό, καθώς τούτο συνδέεται μέσω της κοιλάδας των Βιλίων με τον
Κιθαιρώνα. Μέχρι και τους σύγχρονους αιώνες αυτό το βουνό, δεν είχε κάποια
ιδιαίτερη ονομασία, εκτός από τις ανατολικές απολήξεις του που λεγόντουσαν στην αρχαιότητα
‘’Τρίκερι’’ και αργότερα ονομάστηκαν ‘’Κέρατα’’. Έτσι, για την εποχή της παράδοσης, περί των
διδύμων της Αντιόπης, είναι πολύ φυσικό τα παιδιά της να γεννήθηκαν και να
ανατράφηκαν από τον βοσκό στο σημερινό βουνό του Πατέρα όπου εκεί βρίσκεται και
ο βράχος του Ντούσκουρι.
(2) Κατά τον κ. Ν. Λεβεντάκη πάντα, τα Μινωικά ηλιακά και
σεληνιακά παρατηρητήρια (Αστεροσκοπεία) ήταν ιδιαίτεροι λατρευτικοί χώροι σε ψηλές
τοποθεσίες. Δηλαδή, ήταν ως εξής οργανωμένα: οι αστρονομικές μετρήσεις γινόντουσαν
μέσων κάποιων αγαλμάτων και άλλων κατασκευών που είχαν ορίσει προς τις διάφορες
θέσεις του ουρανού. Πολύ πιθανών να ήταν η διάταξή τους σε κύκλο.
(3) Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός χαρακτηρίζεται από τις οχυρές κατασκευές. Οι Έλληνες μάλιστα της πρώτης χιλιετίας π.Χ. αισθάνονταν
δέος βλέποντας τα ερείπια των μυκηναϊκών ακροπόλεων και άλλων τειχισμάτων ώστε απέδιδαν
την κατασκευή τους στους Κύκλωπες. Από εκεί προήλθε ο χαρακτηρισμός των
μυκηναϊκών τειχών ως ‘’Κυκλώπεια’’. Και το κτίσμα στο βράχο του Ντούσκουρι
είναι κατασκευασμένο με κυκλώπεια τοίχοι.
Ενώ οι πηγές που διαθέτουμε για τη μυκηναϊκή θρησκεία
είναι τα αρχαιολογικά ευρήματα σε χώρους ιερών. Όμως οι πηγές αυτές δεν είναι
χωρίς προβλήματα. Η αρχαιολογική ταύτιση ιερών χώρων και ευρημάτων (ειδωλίων,
λατρευτικών σκευών), καθώς και η θρησκευτική ερμηνεία εικονογραφικών
παραστάσεων εμπεριέχουν πάντοτε το στοιχείο της υποκειμενικότητας και της
αβεβαιότητας, καθώς δεν υπάρχουν επιγραφές που να καθοδηγούν αυτές τις
ερμηνείες. Ένα επιπλέον πρόβλημα είναι ότι οι λατρευτικές πρακτικές, τα ιερά
σκεύη και σύμβολα και η θρησκευτική τέχνη των Μυκηναίων που αναπτύχθηκε υπό την
έντονη επίδραση του Μινωικού Πολιτισμού σε τέτοιο βαθμό, ώστε ακόμα και στο
επίπεδο της έκφρασης να είναι εξαιρετικά δύσκολη η διάκριση του καθαρά
μυκηναϊκού από το μινωικό στοιχείο. Η διάκριση της μυκηναϊκής από τη μινωική
θρησκεία είναι πράγματι ένα από τα πιο ακανθώδη προβλήματα της θρησκειολογικής
έρευνας του Μυκηναϊκού Πολιτισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου